- σκωληκοτόκος
- σκωληκο-τόκος, ον,A reproducing by grubs, Id.HA538a25, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωληκοτόκος — ον, Α αυτός που γεννά σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο τόκος] … Dictionary of Greek
σκωληκοτόκα — σκωληκοτόκος reproducing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοτόκοις — σκωληκοτόκος reproducing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοτόκων — σκωληκοτόκος reproducing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοτοκώ — έω, Α [σκωληκοτόκος] γεννώ σκουλήκια ή γεννώ μικρά που μοιάζουν κατά το σχήμα με σκουλήκια … Dictionary of Greek